- ἡδύπνους
- ἡδύπνοοςmasc/fem nom plἡδύπνοοςmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηδύπνους — ουν και ηδύπνοος, η, ο (AM ἡδύπνους, ουν και ἡδύπνοος, οον) 1. (για μουσικό ήχο) αυτός που ηχεί καλά, μελωδικά, αρμονικός 2. αυτός που πνέει ευχάριστα («ἡδύπνοοι αὖραι», Ευρ.) 3. αυτός που ευωδιάζει, ο εύοσμος αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡδύπνους αρνί … Dictionary of Greek
ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο … Dictionary of Greek
ηδύπνευστος — ἡδύπνευστος, ον (Α) ηδύπνους*, αυτός που πνέει γλυκά, ο γλυκόπνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πνευστος (< πνέω), πρβλ. ά πνευστος, πυρί πνευστος] … Dictionary of Greek